- νεαροποίηση
- η [νεαροποιώ]ιατρ. η απόξεση συνθλιμένου ιστού, άτονων υπολειμμάτων ή ανώμαλης ουλής από την επιφάνεια τών τοιχωμάτων παλαιάς τραυματικής κάκωσης για υποβοήθηση τής επούλωσης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεαροποιήσῃ — νεαροποιέω make new aor subj mid 2nd sg νεαροποιέω make new aor subj act 3rd sg νεαροποιέω make new fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεαροποιώ — (Α νεαροποιῶ, έω) νεοελλ. εκτελώ νεαροποίηση αρχ. 1. (το ενεργ. και το μέσ.) καθιστώ κάτι νέο, ανανεώνω, ανακαινίζω («τοὺς ἐπιπολῆς πλησιάζων ὁ ἀὴρ νεαροποιεῑ», Πλούτ.) 2. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ποιῶ*] … Dictionary of Greek